υποκαύστρα

υποκαύστρα
ἡ, Α
ο υπόγειος θάλαμος, η κάμινος τού υποκαύστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκαίω (πρβλ. ὑπόκαυσ-ις) + κατάλ. -τρα (πρβλ. θερμάσ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκαύστραν — ὑποκαύστρᾱν , ὑποκαύστρα the hot air space of a hypocaust fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκαυστήριον — τὸ, Α ὑποκαύστρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκαίω (πρβλ. ὑπόκαυσ ις) + κατάλ. τήριον*] …   Dictionary of Greek

  • υπόκαυστος — ον / ὑπόκαυστος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το υπόκαυστο(ν) αρχαιολ. υπόγειος θάλαμος τών ρωμαϊκών λουτρώνων ή σπιτιών, ο οποίος θερμαινόμενος μετέδιδε την θερμότητά του με αγωγούς στα επάνω λουτρά ή και στα υπόλοιπα διαμερίσματα τού κτηρίου αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”